- ἱππογνώμων
- ἱππο-γνώμων, ον, gen. ονος,A judging well of horses: hence generally, quick in judging, τινος A.Fr.243, cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππογνώμων — ἱππογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή κρίση για ίππους 2. ταχύς ή οξύς στην κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. αργυρο γνώμων, προβατο γνώμων] … Dictionary of Greek
ἱππογνώμων — judging well of horses masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππογνώμονα — ἱππογνώμων judging well of horses neut nom/voc/acc pl ἱππογνώμων judging well of horses masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππογνώμονας — ἱππογνώμων judging well of horses masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππογνώμοσι — ἱππογνώμων judging well of horses dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek